Δημοσιεύθηκε: 23/07/2013
Ανεπάρκεια τραχήλου... Περίδεση στον τράχηλο στην εγκυμοσύνη!
Η περίδεση τραχήλου εφαρμόζεται σε γυναίκες που εμφανίζουν ανεπάρκεια τραχήλου.
Με τον όρο ανεπάρκεια του έσω τραχηλικού στομίου, εννοείται η αδυναμία του τραχήλου της μήτρας να φέρει εις πέρας μια εγκυμοσύνη λόγω ανατομικών, λειτουργικών, συγγενών και επίκτητων αιτιών.
Διάγνωση τραχηλικής ανεπάρκειας
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας παραμένει ελλιπής. Ιστορικά θεωρείται πως η τραχηλική διαστολή σχετίζεται με επώδυνες συστολές της μήτρας ή αιμορραγία ή ξαφνικό τοκετό.
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας έχει βασιστεί στην παρουσία ανώδυνης τραχηλικής διαστολής. Ιστορικό προηγηθέντος τραχηλικού τραύματος, αποβολής κυήματος κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο τη εγκυμοσύνης, πυελική διάταση, αυξημένες βλεννώδεις εκκρίσεις ή τραχηλική διαστολή, χωρίς αξιολογήσιμα σημεία πόνου και χωρίς την αίσθηση συστολών, θεωρείται επαρκές για να τεθεί η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας.
Πολλές εξετάσεις έχουν προταθεί για να επικυρώσουν την ύπαρξη της τραχηλικής ανεπάρκειας.
Οι εξετάσεις αυτές περιλαμβάνουν υστεροσαλπιγγογραφία και ακτινολογική εικόνα κατά τη δίοδο ειδικού μπαλονιού που εισέρχεται στον τράχηλο, εκτιμώντας το άνοιγμά του με τα κυρία Hegar και Pratt διαστολείς. Η χρήση του τεστ εύκαμπτου μπαλονιού και οι υπολογισμοί της τραχηλικής αντίστασης με τη χρήση ειδικών πινάκων και τραχηλικών διαστολέων βαθμολόγησης, δεν έχουν επικυρωθεί στις αυστηρές επιστημονικές μελέτες.
Η υπερηχογραφική εκτίμηση φυσιολογικών τραχήλων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποδεικνύουν ότι, το τραχηλικό μήκος φυσιολογικά έχει πλατύ εύρος, πριν τις 20 εβδομάδες κυοφορίας, ίσως επειδή η ενδοκολπική υπερηχογραφία δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει το ανώτερο τμήμα του τραχήλου και του μυομητρίου, από το κατώτερο τμήμα της μήτρας, κατά τη διάρκεια της περιόδου της κύησης. Μελέτες που χρησιμοποιούν τη διακολπική υπερηχογραφία έχουν αποδείξει, σε γυναίκες με τελειόμηνη κύηση, ότι το τραχηλικό μήκος είναι σταθερό τις πρώτες 26 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, ενώ κατά το τρίτο τρίμηνο, το τραχηλικό μήκος σταδιακά μειώνεται.
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας γίνεται περί την 12η εβδομάδα με την κλινική εξέταση και τον υπερηχογραφικό έλεγχο και πρέπει να εφαρμόζεται την 13η με 16η εβδομάδα κύησης. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, μπορεί να εφαρμοστεί και πολυ αργότερα, εάν υπάρχει επείγουσα ένδειξη.
Αίτια της τραχηλικής ανεπάρκειας
Στις περισσότερες περιπτώσεις τραχηλική ανεπάρκεια επέρχεται μετά από:
Εφαρμογή περίδεσης τραχήλου γίνεται στις εξής περιπτώσεις:
Η τραχηλική περίδεση
Η επείγουσα θεραπευτική περίδεση συχνά συστήνεται για γυναίκες που έχουν υπερηχογραφικές αλλαγές συνοδευόμενες από τράχηλο μικρού μήκους ή χοανοειδούς σχήματος. Αυτές οι γυναίκες συχνά κάνουν υπερηχογραφήματα, γιατί έχουν παράγοντες κινδύνου για πρόωρο τοκετό ή μπορεί να αναφέρουν μη ειδικά συμπτώματα, όπως πόνο στην ράχη, συσπάσεις μήτρας, πυελική πίεση ή βλεννώδεις κολπικές εκκρίσεις.
Γυναίκες που παρουσιάζουν προχωρημένη τραχηλική διαστολή, αλλά όχι φαινόμενα για αιφνίδιο τοκετό είναι υποψήφιες για εφαρμογή επείγουσας περίδεσης.
Πολλά χειρουργικά μοντέλα έχουν προταθεί αλλά δύο είναι οι τεχνικές περίδεσης που εφαρμόζονται.
Οι τεχνικές των Shirodkar και McDonald.
Κατά τη μέθοδο του Shirodkar επιχειρείται τοποθέτηση των ραφών όσο το δυνατών πιο κοντά στο έσω τραχηλικό στόμιο. Η ουροδόχος κύστη και το ορθό έντερο διαχωρίζονται από τον τράχηλο, η ραφή τοποθετείται και δένεται και ο βλεννογόνος αποκαθίσταται γύρω από τον κόμπο. Χρησιμοποιούνται συνήθεις ραφές από πολυπροπυλένιο ή πολυεστερικές.
Η ευρέως διαδεδομένη μέθοδος που εφαρμόζεται είναι η μέθοδος κατά McDonald, σύμφωνα με την οποία, ραφή από ένα απλό νημάτιο (όπως μετάξι ή πολυπροπυλένιο) ή πολυεστερικές ταινίες, τοποθετούνται στην αυχενοκολπική σύνδεση.
Η επιτυχία της περίδεσης του τραχήλου είναι 85% με 90%. Επίσης, σε περιπτώσεις που μετά απο κωνοειδή εκτομή ή μετά από άλλη επέμβαση στον τράχηλο, λείπει μεγάλο μέρος αυτού, τότε εφαρμόζεται η λαπαροσκοπική περίδεση του τραχήλου που είναι μια πολύ εξειδικευμένη τεχνική.
Ενώ η περίδεση παρέχει ένα βαθμό διαρθρωτικής στήριξης σε ένα «ανεπαρκή» τράχηλο μήτρας, με ρόλο τη διατήρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας, φαίνεται οτι και η ενδοτραχηλική βλέννα είναι εξίσου σημαντική, ως μηχανικός φραγμός στην ανιούσα λοίμωξη που μπορεί να καταλήξει σε πρόωρο τοκετό ή αποβολή δευτέρου τριμήνου.
Βιβλιογραφία
americanpregnancy.org
Με τον όρο ανεπάρκεια του έσω τραχηλικού στομίου, εννοείται η αδυναμία του τραχήλου της μήτρας να φέρει εις πέρας μια εγκυμοσύνη λόγω ανατομικών, λειτουργικών, συγγενών και επίκτητων αιτιών.
Διάγνωση τραχηλικής ανεπάρκειας
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας παραμένει ελλιπής. Ιστορικά θεωρείται πως η τραχηλική διαστολή σχετίζεται με επώδυνες συστολές της μήτρας ή αιμορραγία ή ξαφνικό τοκετό.
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας έχει βασιστεί στην παρουσία ανώδυνης τραχηλικής διαστολής. Ιστορικό προηγηθέντος τραχηλικού τραύματος, αποβολής κυήματος κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο τη εγκυμοσύνης, πυελική διάταση, αυξημένες βλεννώδεις εκκρίσεις ή τραχηλική διαστολή, χωρίς αξιολογήσιμα σημεία πόνου και χωρίς την αίσθηση συστολών, θεωρείται επαρκές για να τεθεί η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας.
Πολλές εξετάσεις έχουν προταθεί για να επικυρώσουν την ύπαρξη της τραχηλικής ανεπάρκειας.
Οι εξετάσεις αυτές περιλαμβάνουν υστεροσαλπιγγογραφία και ακτινολογική εικόνα κατά τη δίοδο ειδικού μπαλονιού που εισέρχεται στον τράχηλο, εκτιμώντας το άνοιγμά του με τα κυρία Hegar και Pratt διαστολείς. Η χρήση του τεστ εύκαμπτου μπαλονιού και οι υπολογισμοί της τραχηλικής αντίστασης με τη χρήση ειδικών πινάκων και τραχηλικών διαστολέων βαθμολόγησης, δεν έχουν επικυρωθεί στις αυστηρές επιστημονικές μελέτες.
Η υπερηχογραφική εκτίμηση φυσιολογικών τραχήλων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποδεικνύουν ότι, το τραχηλικό μήκος φυσιολογικά έχει πλατύ εύρος, πριν τις 20 εβδομάδες κυοφορίας, ίσως επειδή η ενδοκολπική υπερηχογραφία δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει το ανώτερο τμήμα του τραχήλου και του μυομητρίου, από το κατώτερο τμήμα της μήτρας, κατά τη διάρκεια της περιόδου της κύησης. Μελέτες που χρησιμοποιούν τη διακολπική υπερηχογραφία έχουν αποδείξει, σε γυναίκες με τελειόμηνη κύηση, ότι το τραχηλικό μήκος είναι σταθερό τις πρώτες 26 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, ενώ κατά το τρίτο τρίμηνο, το τραχηλικό μήκος σταδιακά μειώνεται.
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας γίνεται περί την 12η εβδομάδα με την κλινική εξέταση και τον υπερηχογραφικό έλεγχο και πρέπει να εφαρμόζεται την 13η με 16η εβδομάδα κύησης. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, μπορεί να εφαρμοστεί και πολυ αργότερα, εάν υπάρχει επείγουσα ένδειξη.
Αίτια της τραχηλικής ανεπάρκειας
Στις περισσότερες περιπτώσεις τραχηλική ανεπάρκεια επέρχεται μετά από:
- Χειρουργικούς τραυματισμούς του τραχήλου
- Βίαιη ή μεγάλη διαστολή στην προσπάθεια εκκένωσης της μήτρας σε ένα χρόνο
- Γυναικολογικές επεμβάσεις
- Εκ γενετής ανωμαλίες των αδένων του Muller
- έλλειψη κολλαγόνου και ελαστίνης στον τράχηλο
- Έκθεση της μήτρας σε διαιθυλοστιλβεστρόλη (DES)
Εφαρμογή περίδεσης τραχήλου γίνεται στις εξής περιπτώσεις:
- Ιστορικό πρόωρου τοκετού ή αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης χωρίς ιστορικό βιοψίας ή τραχηλικής αφαίρεσης.
- Ιστορικό πρόωρου τοκετού ή αποβολής κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης χωρίς ιστορικό βιοψίας ή τραχηλικής αφαίρεσης.
- Ιστορικό πρόωρων τοκετών ή τριών ή περισσοτέρων αποβολών κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης χωρίς ιστορικό βιοψίας ή τραχηλικής αφαίρεσης.
- Ιστορικό βιοψίας ή κωνοειδούς εκτομής τραχήλου.
- Προηγηθείσα αυτόματη αποβολή στο πρώτο τρίμηνο, τραχηλική ή μητρική ανωμαλία που βρέθηκε κατά την εξέταση ή προηγηθείσα διακοπή της κύησης.
- Πολύδυμη κύηση.
Η τραχηλική περίδεση
Η επείγουσα θεραπευτική περίδεση συχνά συστήνεται για γυναίκες που έχουν υπερηχογραφικές αλλαγές συνοδευόμενες από τράχηλο μικρού μήκους ή χοανοειδούς σχήματος. Αυτές οι γυναίκες συχνά κάνουν υπερηχογραφήματα, γιατί έχουν παράγοντες κινδύνου για πρόωρο τοκετό ή μπορεί να αναφέρουν μη ειδικά συμπτώματα, όπως πόνο στην ράχη, συσπάσεις μήτρας, πυελική πίεση ή βλεννώδεις κολπικές εκκρίσεις.
Γυναίκες που παρουσιάζουν προχωρημένη τραχηλική διαστολή, αλλά όχι φαινόμενα για αιφνίδιο τοκετό είναι υποψήφιες για εφαρμογή επείγουσας περίδεσης.
Πολλά χειρουργικά μοντέλα έχουν προταθεί αλλά δύο είναι οι τεχνικές περίδεσης που εφαρμόζονται.
Οι τεχνικές των Shirodkar και McDonald.
Κατά τη μέθοδο του Shirodkar επιχειρείται τοποθέτηση των ραφών όσο το δυνατών πιο κοντά στο έσω τραχηλικό στόμιο. Η ουροδόχος κύστη και το ορθό έντερο διαχωρίζονται από τον τράχηλο, η ραφή τοποθετείται και δένεται και ο βλεννογόνος αποκαθίσταται γύρω από τον κόμπο. Χρησιμοποιούνται συνήθεις ραφές από πολυπροπυλένιο ή πολυεστερικές.
Η ευρέως διαδεδομένη μέθοδος που εφαρμόζεται είναι η μέθοδος κατά McDonald, σύμφωνα με την οποία, ραφή από ένα απλό νημάτιο (όπως μετάξι ή πολυπροπυλένιο) ή πολυεστερικές ταινίες, τοποθετούνται στην αυχενοκολπική σύνδεση.
Η επιτυχία της περίδεσης του τραχήλου είναι 85% με 90%. Επίσης, σε περιπτώσεις που μετά απο κωνοειδή εκτομή ή μετά από άλλη επέμβαση στον τράχηλο, λείπει μεγάλο μέρος αυτού, τότε εφαρμόζεται η λαπαροσκοπική περίδεση του τραχήλου που είναι μια πολύ εξειδικευμένη τεχνική.
Ενώ η περίδεση παρέχει ένα βαθμό διαρθρωτικής στήριξης σε ένα «ανεπαρκή» τράχηλο μήτρας, με ρόλο τη διατήρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας, φαίνεται οτι και η ενδοτραχηλική βλέννα είναι εξίσου σημαντική, ως μηχανικός φραγμός στην ανιούσα λοίμωξη που μπορεί να καταλήξει σε πρόωρο τοκετό ή αποβολή δευτέρου τριμήνου.
Βιβλιογραφία
americanpregnancy.org
Σχόλια