Δημοσιεύθηκε: 03/04/2013
Θρομβοφιλία και εγκυμοσύνη!! Δεν πρέπει να μας φοβίζει!!
Η θρομβοφιλία είναι μία αυξημένη τάση του αίματος για πήξη. Όταν το αίμα πήζει, δημιουργούνται θρόμβοι, οι οποίοι θεωρούνται επικίνδυνοι, αφού μπορούν να φράξουν μερικώς ή ολικώς ένα αιμοφόρο αγγείο. Ο θρόμβος, επίσης, ανάλογα με το μέγεθός του και το σημείο που σχηματίζεται, μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος, σοκ ή ακόμη και καρδιάκή ανακοπή.
Η θρομβοφιλία δεν είναι μια σπάνια νόσος, εφόσον εμφανίζεται σε 1 στους 15 ανθρώπους, ενώ από μοριακές αναλύσεις αποδείχτηκε πως από θρομβοφιλία πάσχει 1 στους 7 Έλληνες.
Η θρομβοφιλία μπορεί να είναι κληρονομική (διαγιγνώσκεται εύκολα), αλλά και επίκτητη, καθώς μπορεί να προκύψει από διάφορες καταστάσεις (διαβήτης, καρκίνος, παχυσαρκία, έμφραγμα μυοκαρδίου, ακινησία,εγκυμοσύνη).
Η παρουσία θρομβοφιλίας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους φλεβικής θρόμβωσης, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιάκού επεισοδίου και επιπλοκών της κύησης (αποκόλληση πλακούντα, τοξιναιμία, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, πρώιμες αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, προωρότητα, ελλειποβαρή νεογνά) από 10 έως 100 φορές, ανάλογα με τον τύπο θρομβοφιλίας και τους εξωτερικούς επιβαρυντικούς παράγοντες (υπέρβαροι, κύηση, λήψη ορμονών, κάπνισμα, ακινησία). Η εγκυμοσύνη χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση υπερπηκτικότητας οφειλόμενη ίσως στη δράση των οιστρογόνων. Συγκεκριμένα έχουμε: α) αύξηση των επιπέδων των προπηκτικών παραγόντων, β) μείωση των επιπέδων των φυσιολογικών αντιπηκτικών παραγόντων και γ) μείωση της ινωδόλυσης. Αυτές οι αλλαγές σκοπό έχουν να προστατέψουν την έγκυο από σοβαρή αιμορραγία κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Όταν τα αιμοφόρα αγγεία του αναπτυσσόμενου χορίου εισέρχονται στα τριχοειδή του ενδομητρίου, γίνεται ενεργοποίηση της εξωγενούς οδού της πήξης. Αυτό εξηγεί την παρουσία των θρόμβων που ανακαλύπτονται είτε ιστολογικά μετά από μια αποβολή, είτε εξετάζοντας τον πλακούντα μετά τον τοκετό.
Τα επίπεδα των παραγόντων VII, VIII, X και ινωδογόνου αυξάνονται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής εγκυμοσύνης, ήδη από τη 12η εβδομάδα της κύησης. Η αύξηση των παραγόντων πήξης, δεν εξισορροπείται από την αύξηση των αντιπηκτικών παραγόντων (όπως η αντιθρομβίνη III και η πρωτεΐνη C και S). Στην πραγματικότητα τα επίπεδα της πρωτεΐνης S μειώνονται κατά 40-50%. Τα επίπεδα της αντιθρομβίνης III και της πρωτεΐνης C μένουν σταθερά. Η ινωδολυτική λειτουργία διαταράσσεται επίσης, με τα επίπεδα του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1 (PAI-1) και του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 2 (PAI-2) να αυξάνονται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο PAI-1 παράγεται από τα κύτταρα του ενδοθηλίου και αναστέλλει την απελευθέρωση του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Ο PAI-2 παράγεται από την τροφοβλάστη και βοηθά στη ρύθμιση της πλακούντιας ανάπτυξης. Επίσης, παρατηρείται ενεργοποίηση της λειτουργίας των αιμοπεταλίων, πράγμα που συντελεί στη προθρομβωτική κατάσταση της εγκυμοσύνης. Παρατηρείται δηλαδή, αύξηση της παραγωγής θρομβοξάνης από τα αιμοπετάλια και μείωση της ευαισθησίας των αιμοπεταλίων στη αντι-συγκεντρωτική δράση της προστακυκλίνης.
Αυτές οι φυσιολογικές αλλαγές περιορίζουν την απώλεια αίματος κατά αφαίρεση του πλακούντα στον τοκετό. Ωστόσο, συμβάλλουν και στον αυξημένο κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης, που παρουσιάζουν γυναίκες με θρομβοφιλία. Έχει υποστηριχθεί από μελέτες ότι οι καθ’ έξιν αποβολές αντιπροσωπεύουν μια υπερβολική αιμοστατική αντίδραση στην εγκυμοσύνη, οδηγώντας σε απώλεια του εμβρύου. Εκτός από επαναλαμβανόμενες αποβολές, η θρομβοφιλία μπορεί να προκαλέσει τα ακόλουθα σε μια έγκυο γυναίκα (πίνακας 2):
Αυτό δε σημαίνει ότι όταν σε μία γυναίκα διαγνωστεί θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη της, θα έχει προβληματική κύηση ή θα χάσει το μωρό της.
Οι εξετάσεις θρομβοφιλίας:
Αντιμετώπιση θρομβοφιλίας στην εγκυμοσύνη
Αν είστε έγκυος ή κάποιος κοντινός συγγενής σας πάσχει από θρομβοφιλία και αν υπάρχει ιστορικό επιπλοκών εγκυμοσύνης (προεκλαμψία, αποκόλληση πλακούντα, ελλιπής εμβρυακή ανάπτυξη, πρόωρος τοκετός)συνιστάται να κάνετε θρομβοφιλικό έλεγχο και φαρμακευτική αντιπηκτική αγωγή, ανάλογα με την περίπτωση.
Η κλασική ηπαρίνη και οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους δεν περνούν μέσα στον πλακούντα, οπότε θεωρούνται ασφαλείς για το έμβρυο και αποτελεσματικές στη θεραπεία και στην προφύλαξη από θρομβοεμβολικά επεισόδια κατά την κύηση.
Σε περίπτωση τυχαίας εύρεσης κάποιου τύπου θρομβοφιλίας, απαιτείται παρακολούθηση εφόρου ζωής, με ή χωρίς τη χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων.
Η θρομβοφιλία δεν είναι μια σπάνια νόσος, εφόσον εμφανίζεται σε 1 στους 15 ανθρώπους, ενώ από μοριακές αναλύσεις αποδείχτηκε πως από θρομβοφιλία πάσχει 1 στους 7 Έλληνες.
Η θρομβοφιλία μπορεί να είναι κληρονομική (διαγιγνώσκεται εύκολα), αλλά και επίκτητη, καθώς μπορεί να προκύψει από διάφορες καταστάσεις (διαβήτης, καρκίνος, παχυσαρκία, έμφραγμα μυοκαρδίου, ακινησία,εγκυμοσύνη).
Η παρουσία θρομβοφιλίας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους φλεβικής θρόμβωσης, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιάκού επεισοδίου και επιπλοκών της κύησης (αποκόλληση πλακούντα, τοξιναιμία, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, πρώιμες αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, προωρότητα, ελλειποβαρή νεογνά) από 10 έως 100 φορές, ανάλογα με τον τύπο θρομβοφιλίας και τους εξωτερικούς επιβαρυντικούς παράγοντες (υπέρβαροι, κύηση, λήψη ορμονών, κάπνισμα, ακινησία). Η εγκυμοσύνη χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση υπερπηκτικότητας οφειλόμενη ίσως στη δράση των οιστρογόνων. Συγκεκριμένα έχουμε: α) αύξηση των επιπέδων των προπηκτικών παραγόντων, β) μείωση των επιπέδων των φυσιολογικών αντιπηκτικών παραγόντων και γ) μείωση της ινωδόλυσης. Αυτές οι αλλαγές σκοπό έχουν να προστατέψουν την έγκυο από σοβαρή αιμορραγία κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Όταν τα αιμοφόρα αγγεία του αναπτυσσόμενου χορίου εισέρχονται στα τριχοειδή του ενδομητρίου, γίνεται ενεργοποίηση της εξωγενούς οδού της πήξης. Αυτό εξηγεί την παρουσία των θρόμβων που ανακαλύπτονται είτε ιστολογικά μετά από μια αποβολή, είτε εξετάζοντας τον πλακούντα μετά τον τοκετό.
Τα επίπεδα των παραγόντων VII, VIII, X και ινωδογόνου αυξάνονται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής εγκυμοσύνης, ήδη από τη 12η εβδομάδα της κύησης. Η αύξηση των παραγόντων πήξης, δεν εξισορροπείται από την αύξηση των αντιπηκτικών παραγόντων (όπως η αντιθρομβίνη III και η πρωτεΐνη C και S). Στην πραγματικότητα τα επίπεδα της πρωτεΐνης S μειώνονται κατά 40-50%. Τα επίπεδα της αντιθρομβίνης III και της πρωτεΐνης C μένουν σταθερά. Η ινωδολυτική λειτουργία διαταράσσεται επίσης, με τα επίπεδα του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1 (PAI-1) και του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 2 (PAI-2) να αυξάνονται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο PAI-1 παράγεται από τα κύτταρα του ενδοθηλίου και αναστέλλει την απελευθέρωση του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Ο PAI-2 παράγεται από την τροφοβλάστη και βοηθά στη ρύθμιση της πλακούντιας ανάπτυξης. Επίσης, παρατηρείται ενεργοποίηση της λειτουργίας των αιμοπεταλίων, πράγμα που συντελεί στη προθρομβωτική κατάσταση της εγκυμοσύνης. Παρατηρείται δηλαδή, αύξηση της παραγωγής θρομβοξάνης από τα αιμοπετάλια και μείωση της ευαισθησίας των αιμοπεταλίων στη αντι-συγκεντρωτική δράση της προστακυκλίνης.
Αυτές οι φυσιολογικές αλλαγές περιορίζουν την απώλεια αίματος κατά αφαίρεση του πλακούντα στον τοκετό. Ωστόσο, συμβάλλουν και στον αυξημένο κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης, που παρουσιάζουν γυναίκες με θρομβοφιλία. Έχει υποστηριχθεί από μελέτες ότι οι καθ’ έξιν αποβολές αντιπροσωπεύουν μια υπερβολική αιμοστατική αντίδραση στην εγκυμοσύνη, οδηγώντας σε απώλεια του εμβρύου. Εκτός από επαναλαμβανόμενες αποβολές, η θρομβοφιλία μπορεί να προκαλέσει τα ακόλουθα σε μια έγκυο γυναίκα (πίνακας 2):
- Αποτυχία στην εμφύτευση, όπου στην περίπτωση αυτή δε μιλάμε πλέον για εγκυμοσύνη
- Σοβαρή προεκλαμψία 1
- Ενδομήτριο καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου(IUGR)
- Ολιγάμνιο
- Αποκόλληση πλακούντα
- Ανεξήγητο εμβρυϊκό θάνατο ενδομήτρια
- Θρομβοφλεβίτιδα
Αυτό δε σημαίνει ότι όταν σε μία γυναίκα διαγνωστεί θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη της, θα έχει προβληματική κύηση ή θα χάσει το μωρό της.
Οι εξετάσεις θρομβοφιλίας:
- PT
- PTT
- Πρωτείνη C
- Πρωτείνη S
- Αντιθρομβίνη ΙΙΙ
- Factor VIII
- Factor ΙΧ
- Ανίχνευση μετάλλαξης V-Leiden
- Ανίχνευση μετάλλαξης ομοκυστείνης MTHFR
- Ανίχνευση μετάλλαξης προθρομβίνης G20210A
- APCR
- D Dimmers
- Αντιπηκτικό του λύκου (LAC)
- Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα:
- κατά καρδιολιπίνης Cl
- φωσφατιδυλοσερίνης PS
- φωσφατιδυλαιθανολαμίνης PE
- φωσφατιδυλοινοσιτόλης PI
- φωσφατιδυλοχολίνης PC
- φωσφατοδυλογλυκερόλης PG
- φωσφατιδικού οξέος PA
Αντιμετώπιση θρομβοφιλίας στην εγκυμοσύνη
Αν είστε έγκυος ή κάποιος κοντινός συγγενής σας πάσχει από θρομβοφιλία και αν υπάρχει ιστορικό επιπλοκών εγκυμοσύνης (προεκλαμψία, αποκόλληση πλακούντα, ελλιπής εμβρυακή ανάπτυξη, πρόωρος τοκετός)συνιστάται να κάνετε θρομβοφιλικό έλεγχο και φαρμακευτική αντιπηκτική αγωγή, ανάλογα με την περίπτωση.
Η κλασική ηπαρίνη και οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους δεν περνούν μέσα στον πλακούντα, οπότε θεωρούνται ασφαλείς για το έμβρυο και αποτελεσματικές στη θεραπεία και στην προφύλαξη από θρομβοεμβολικά επεισόδια κατά την κύηση.
Σε περίπτωση τυχαίας εύρεσης κάποιου τύπου θρομβοφιλίας, απαιτείται παρακολούθηση εφόρου ζωής, με ή χωρίς τη χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων.
Σχόλια