Η διάγνωση της νόσου είναι εύκολη, με κύριο σύμπτωμα την κολπική αιμόρροια μετά τη σεξουαλική επαφή. Αιμόρροια όμως μπορεί να εκδηλωθεί σε ακαθόριστα μεσοδιαστήματα, όπως επίσης και ως κύριο σύμπτωμα μετά την εμμηνόπαυση.
Ασθενείς με προχωρημένη νόσο μπορεί να παρουσιάζουν δύσοσμη κολπική υπερέκκριση, απώλεια βάρους και απόφραξη των ουροφόρων οδών. Η κλινική εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει την ψηλάφηση των υπερκλειδίων και βουβωνικών λεμφαδένων, για τον αποκλεισμό μεταστατικής νόσου. Η κολπική εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει προσεκτική και λεπτομερή επισκόπηση του τραχήλου και ολόκληρου του κόλπου, για να καθοριστεί με ακρίβεια η έκταση της νόσου.
Η δακτυλική επισκόπηση συνήθως δίδει την αίσθηση "σκληρίας" και διόγκωσης του τραχήλου, ενώ η εξέταση από το ορθό θεωρείται σημαντική στον καθορισμό του μεγέθους του τραχήλου και της επέκτασης της νόσου στα παραμήτρια. Όταν η διόγκωση στην κλινική εξέταση είναι εμφανής, τότε η λήψη βιοψίας στα εξωτερικά ιατρεία μπορεί να επιβεβαιώσει την κλινική διάγνωση.
Στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις διηθητικού καρκίνου στο test Παπανικολάου και ο τράχηλος εμφανίζεται φυσιολογικός στη γυναικολογική εξέταση, τότε η κολποσκόπηση και οι κολποσκοπικά κατευθυνόμενες βιοψίες βοηθούν στη διάγνωση και εξαλείφουν την ανάγκη εκτέλεσης κωνοειδούς εκτομής.