Αρχική >
Νέα - Άρθρα
> Διαστάσεις επιδημίας μεταξύ των εφήβων παίρνουν τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Δημοσιεύθηκε: 21/01/2013
Διαστάσεις επιδημίας μεταξύ των εφήβων παίρνουν τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Μορφή επιδημίας τείνουν να πάρουν τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα στους εφήβους, των οποίων η σεξουαλική δραστηριότητα αρχίζει όλο και σε μικρότερη ηλικία.
Έρευνα, που έγινε στις ΗΠΑ, έδειξε ότι οι έφηβοι, σε ποσοστό περίπου 40% είχαν την πρώτη τους σεξουαλική επαφή σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών. Σε ό,τι αφορά δε, την Ελλάδα, πρόσφατη μελέτη αποκάλυψε ότι περίπου 60% των νέων, είχαν σεξουαλική επαφή, πριν την ενηλικίωσή τους. Ειδικότερα, περισσότεροι από έξι στους 100 εφήβους είχαν την πρώτη σεξουαλική επαφή σε ηλικία μικρότερη των 16 χρόνων, περισσότεροι από δώδεκα στην ηλικία των 16, περισσότεροι από 17, στα 17, και περισσότεροι από 22,1 στα 18 τους χρόνια.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες, που διαμορφώνουν τη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων εκτός της αναπτυσσόμενης αναπαραγωγικής τους ικανότητας, παράλληλα ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες είναι η τάση τους να μιμηθούν τους ενήλικες, η έντονη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης διάφορων σεξουαλικών προτύπων και η απουσία πληροφόρησης.
Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, 25% των σεξουαλικά ενεργά εφήβων θα μολυνθούν από κάποιο εκ των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο από το ότι ένα σημαντικό ποσοστό από τους εφήβους αυτούς θα παραμείνει ασυμπτωματικό, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στη διατήρηση της υψηλής συχνότητας των σεξουαλικών νοσημάτων, μεταξύ των εφήβων, τονίζoυμε την ανάγκη του συστηματικού προληπτικού ελέγχου σε όλους τους σεξουαλικά δραστήριους εφήβους.
Οι συχνότερα σεξουαλικά μεταδιδόμενοι λοιμώδεις παράγοντες είναι ο γονόκοκκος, ο απλός έρπης, το τρεπόνημα το ωχρό, ο ιός HIV, η ηπατίτιδα Β, τα χλαμύδια, η τριχομονάδα, η candida και ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων[HPV].ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟ των ανθρωπίνων θηλωμάτων HPV (ο οποίος ενοχοποιείται για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας), υπάρχει πλέον η δυνατότητα εμβολιασμού έναντι των τύπων 6, 11,16 και 18 του ιού. Υπάρχουν περισσότεροι από 100 τύποι του HPV από τους οποίους οι 30-40 σχετίζονται με την πρωκτική και τη γεννητική περιοχή. Από αυτούς τα 2/3 θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την πρόκληση καρκινικών αλλοιώσεων και το 1/3 χαμηλού κινδύνου.
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος μεταξύ των γυναικών ηλικίας 15-44 ετών και στην Ευρώπη καταγράφονται 33.000 νέες περιπτώσεις και 15.000 θάνατοι κάθε χρόνο. Οι τύποι 16 και 18 του ιού HPV ευθύνονται για το 75% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και για το 95% του καρκίνου του αιδοίου και του κόλπου, ενώ οι τύποι 6 και 11 για το 90% των κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων. Στην Ελλάδα η συνιστώμενη ηλικία έναρξης εμβολιασμού των κοριτσιών είναι μεταξύ 12 και 15 ετών, δηλαδή πριν την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητα. ο ιός HPV ευθύνεται και για τους καρκίνους του πέους, του πρωκτού και του στόματος γεγονός που θέτει το ερώτημα αν θα πρέπει ο εμβολιασμός να επεκταθεί και στα αγόρια.
Οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στην εφηβεία
Εξίσου σημαντικό με το πρόβλημα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι και το πρόβλημα της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Στην Ελλάδα οι διακοπές των ανεπιθύμητων κυήσεων υπολογίζονται σε 60.000-80.000 το χρόνο, αριθμός που, είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, αφού μία στις πέντε Ελληνίδες καταφεύγει σε άμβλωση. Το υψηλό ποσοστό των αμβλώσεων σχετίζεται με το επίσης πολύ υψηλό ποσοστό υπογονιμότητας, που παρατηρείται στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας το ενδεχόμενο μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης δεν φαίνεται να απασχολεί τόσο τους νέους σε αντίθεση με τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα έρευνας για τους τρόπους αντισύλληψης, που χρησιμοποιούν σε μαθητές λυκείου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, από τους νέους ηλικίας 16-20 ετών, 63% χρησιμοποιούν προφυλακτικό, 17% προτιμούν τη διακοπτόμενη συνουσία, 7% τα ορμονικά αντισυλληπτικά, 1% τις ενδομήτριες συσκευές, ενώ το 12% δεν λαμβάνει αντισυλληπτικά μέτρα.
Η ύπαρξη και μόνο τόσων πολλών μεθόδων αντισύλληψης δείχνει ότι ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει ο ένας και μόνος εκείνος τρόπος που θα οδηγούσε σε δραματική μείωση της συχνότητας της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Σχόλια